- αμφίγυος
- ἀμφίγυος, -ον (Α)1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό αντίπαλο».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Σχετιχά με το β' συνθ. τής λ. υπάρχουν τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν στις τρεις σημασίες της: α) < ἀμφι-* + γυῖον «άκρη», που αντιστοιχεί στην πρώτη σημασία, β) < ἀμφι-* + γύης «λυγισμένο κομμάτι ξύλου», που αντιστοιχεί στη δεύτερη σημασία, γ) < ἀμφι-* + γυῖον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα», που αντιστοιχεί στην τρίτη σημασία.ΠΑΡ. ἀμφιγυήεις].
Dictionary of Greek. 2013.